κατεργάζονται

κατεργάζονται
κατεργάζομαι
effect by labour
pres ind mp 3rd pl
κατεργάζομαι
effect by labour
pres ind mp 3rd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • GYZANTES — pop. Africae, qui et Zypantes dicuntur. Nomen videtur a mellificio factum: Talmudicis saltem gazin sunt apes, et in Gyzantum regione μέλι μὲν πολλὸν μέλιςς αι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾿ἔτι πλέονλέγεται διμιουργους ἄνδρας ποιέειν, Ita Herod. de iis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γναφαριό — το 1. τόπος όπου πλένουν και καθαρίζουν τα μαλλιά 2. τόπος όπου πλένουν και κατεργάζονται τα δέρματα …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λίνυφος — λίνυφος, ον και λινυφής, ές (Α) 1. λινοϋφής 2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό υφος, ταπίδ υφος] …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”